- τεκμηρίωση
- η / τεκμηρίωσις, -ώσεως, ΝΜΑη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήριανεοελλ.1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και κυκλοφορία τών τεκμηρίων, τών δεδομένων και τών πληροφοριών2. (πληροφ.) το σύνολο τών πληροφοριών που πρέπει να συνοδεύουν ένα πρόγραμμα διευκολύνοντας την κατανόησή του και, μέσω αυτής, την εκμετάλλευση και την εξέλιξή του3. φρ. α) «αυτόματη τεκμηρίωση»(πληροφ.) τεκμηρίωση που αξιοποιώντας τη μεγάλη χωρητικότητα αποθήκευσης πληροφοριών την οποία έχει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής καθώς και την ικανότητα επεξεργασίας τους, αυτοματοποιεί τη διάδοση τών πληροφοριών και την αναδρομική αναδίφηση σε βιβλιογραφικές τράπεζες δεδομένωνβ) «αναδρομική τεκμηρίωση»(πληροφ.) η αναζήτηση και πρόσκτηση συγκεκριμένων στοιχείων-δεδομένων μέσω τού ηλεκτρονικού υπολογιστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεκμηριῶ, -ώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. documentation, γερμ. Dokumentation].
Dictionary of Greek. 2013.